- τρίγλωσσος
- -η, -ο1. αυτός που έχει τρεις γλώσσες ή τρεις προεξοχές σαν γλώσσες: Τρίγλωσσος δράκοντας.2. αυτός που είναι γραμμένος σε τρεις γλώσσες: Τρίγλωσση επιγραφή.3. αυτός που γνωρίζει τρεις γλώσσες: Είναι τρίγλωσσος διερμηνέας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.