τρίγλωσσος

τρίγλωσσος
-η, -ο
1. αυτός που έχει τρεις γλώσσες ή τρεις προεξοχές σαν γλώσσες: Τρίγλωσσος δράκοντας.
2. αυτός που είναι γραμμένος σε τρεις γλώσσες: Τρίγλωσση επιγραφή.
3. αυτός που γνωρίζει τρεις γλώσσες: Είναι τρίγλωσσος διερμηνέας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρίγλωσσος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει τρεις γλωσσοειδείς προεξοχές 2. αυτός που γνωρίζει τρεις γλώσσες 3. ο γραμμένος σε τρεις γλώσσες («τρίγλωσσο λεξικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πεντά γλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1790 στον Γ …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”